εφηλιξ

εφηλιξ
    ἐφῆλιξ
    ἐφ-ῆλιξ
    -ῐκος adj. юношеский
    

(τὸ τᾶς νεότατος ἐφήλικος ἄνθος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εφηλιξ" в других словарях:

  • εφήλιξ — ἐφῆλιξ, ικος, δωρ. τ. ἐφᾱλιξ, ὁ (Α) νέος, νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἧλιξ «συνομήλικος» …   Dictionary of Greek

  • ἐφῆλιξ — adolescent masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • ἐφηλίκων — ἐφη̱λίκων , ἐφῆλιξ adolescent masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»